- φωτοσυνθετικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοσύνθεση ή γίνεται με φωτοσύνθεση («φωτοσυνθετικά βακτήρια»)2. φρ. α) «φωτοσυνθετική μηχανή»(τυπογρ.) (καταχρ.) μηχάνημα φωτοστοιχειοθεσίαςβ) «φωτοσυνθετικός οργανισμός»βιολ. οργανισμός που προσπορίζεται την ενέργεια την οποία χρειάζεται για τη σύνθεση οργανικών ενώσεων άμεσα από τον Ήλιο, αλλ. φωτότροφος οργανισμόςγ) «φωτοσυνθετικά ενεργός ακτινοβολία»βοτ. το φάσμα τής ακτινοβολίας με μήκος κύματος από 380 έως 710 νανόμετρα, που δεσμεύουν και εκμεταλλεύονται οι χλωροφύλλες τών φυτών.επίρρ...φωτοσυνθετικώς και φωτοσυνθετικά Νμε φωτοσυνθετικό τρόπο, με φωτοσύνθεση.
Dictionary of Greek. 2013.